- ἐπίμαστον
- ἐπίμαστοςsought outmasc/fem acc sgἐπίμαστοςsought outneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επίμαστος — ἐπίμαστος, ον (Α) [επιμαίομαι] ζητιάνος («οἷον μέν τινα τοῡτον ἔχεις ἐπίμαστον ἀλήτην», Ομ. Οδ.) … Dictionary of Greek